Παλαιό Όνομα : Κήλετρο
Δήμος : Καστοριάς

















Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Πλησιάζοντας στην Καστοριά τα περιβόλια γίνονται περισσότερα. Η Καστοριά δεν είναι καθόλου μεγάλη πόλη. Η εμπορική της σημασία που άλλοτε είχε προσελκύσει τους προγόνους των Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη, έχει τώρα πια χαθεί. Οι χωρικοί από τη γύρω ύπαιθρο δεν κάνουν από αυτήν πια τις προμήθειές τους. Το ταξίδι ως τη Θεσσαλονίκη είναι εύκολο και το λαθρεμπόριο διαμέσου των ελληνικών συνόρων είναι σε έξαρση. Η μουσουλμανική αριστοκρατία, μπέηδες και πασάδες, κατεστραμμένη από τις αλβανικές επιδρομές και την ερήμωση του κάμπου, φυτοζωεί θλιβερά στα σαραβαλιασμένα κονάκια της. Το παζάρι είναι νεκρό. Όλη η ντόπια παραγωγή εκπροσωπείται από ψάρια της λίμνης, μάλλινες κάπες και μερικά χοντροφτιαγμένα χαλιά. Η μουσουλμανική συνοικία έχει μόνο διακόσια σπίτια. Οι Εβραίοι, περισσότεροι, είναι γύρω στις 250-300 οικογένειες αλλά στον αριθμό υπερτερούν οι Έλληνες που έχουν 1000 με 1200 σπίτια. Στην ουσία εδώ όμως κυριαρχούν οι Εβραίοι. Ο Ελληνισμός έχει αποδυναμωθεί από τις βλάχικες διχοστασίες. Όλα σχεδόν τα χριστιανικά σπίτια καταλαβαίνουν ή και μιλούν τα βλάχικα Το βλάχικο κόμμα δε στρατολόγησε εδώ παρά μόνο 200-300 πιστούς. Οι νοικοκυραίοι από πεποίθηση ή από μόδα είναι παντού ελληνόφρονες.(Berard, σ.368-369)
  • Τα σχολεία έμειναν ελληνικά παρά τους έντονους καυγάδες. Οι Βλάχοι όμως παίρνουν την εκδίκησή τους με εφορμήσεις στις σοδειές και στα κοπάδια, με γιουρούσια στα λιόφυτα, με απαγωγές κοριτσιών εύπορων οικογενειών, που τα παντρεύονται με ή δίχως παπά και κατόπιν ζητούν την προίκα τους. Όλοι οι μόρτες, οι σκανταλιάρηδες και οι σαματατζήδες της χριστιανικής κοινότητας δηλώνουν Βλάχοι. Είναι ένα τίτλος που ο Τούρκος έπαρχος τον σέβεται και που διασφαλίζει στις προκείμενες περιπτώσεις σχεδόν πλήρη ατιμωρησία. Οι Εβραίοι αντίθετα, σε μία αδελφική κοινότητα μεταξύ τους, εργάστηκαν χωρίς σταματημό για το ξεζούμισμα του μουσουλμάνου. Οι πατεράδες τους ή οι παππούδες τους ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη στις αρχές του αιώνα. Ήταν ισπανικής ράτσας. Τα ισπανικά αποτελούν ακόμη τη μητρική γλώσσα των γερόντων και των παλιών οικογενειών. Μέσα σε μισό αιώνα έβαλαν στο χέρι όλη την περιουσία της Καστοριάς με τα συνηθισμένα μέσα, δανεισμό χρημάτων, προαγορές εμπορευμάτων ή σπόρου, υποθήκες. Ύστερα όμως από τη πρώτη αυτή γενιά ήρθε και μία δεύτερη, που φαίνεται να θέλει να ριζώσει στον τόπο, να μετατρέψει τον πλούτο της σε έγγεια αγαθά, σε αμπέλια, σε μποστάνια, σε λιόφυτα. Πράγματι όσον καιρό η μουσουλμανική αριστοκρατία διατηρούσε τον πλούτο της, όλος ο τόπος δούλευε για τους Εβραίους. Μέσα στον αγροτικό αυτό πληθυσμό, η έλλειψη προβλεπτικότητας των μπέηδων έδινε πολλές ευκαιρίες στους χειριστές ρευστού χρήματος. Όλα τα έσοδα έρχονταν σε είδος. Στο τέλος της συγκομιδής οι μπέηδες, αφού έβαζαν κατά μέρος τις προμήθειές τους για όλο το χρόνο, ξεφορτώνονταν όλο το υπόλοιπο στη πρώτη κουδουνιστή προσφορά. Σε μερικές μέρες είχαν ξοδέψει το ρευστό αυτό σε ψιλικά, σε μπιμπελό, σε κεντητές σέλες, σε πλουμιστά ραμαζάνια, οι νύχτες που το παζάρι μετά τον ολοήμερο ύπνο ανοίγει τα φανάρια του να λαμποκοπούν και τις ευρωπαικές φτηνοπραμάτειες του να αστραποβολούν, απλώνοντας τα φανταχτερά υφάσματα και βάζοντας σε πειρασμό την κοκεταρία των γυναικών και τη λαιμαργία των παιδιών. (Berard, σ.368-369)
  • Ο καλός Τούρκος δεν αρνιέται τίποτα στις γυναίκες του ούτε στα παιδιά του, όταν πλησιάζει το Μπαιράμι. Ένα δάνειο από τον Εβραίο ικανοποιούσε όλα τα καπρίτσια. Είχε όμως δεσμευτεί και προφαγωθεί έτσι ένα μέρος από τη σοδειά της επόμενης χρονιάς Αφήστε το χρόνο να κάνει τη δουλειά του, τις σοδειές να έρχονται και να φεύγουν, άλλη καλή άλλη κακή, μία χρονιά ξηρασίας να πλακώνει άξαφνα ή μια καλή επιδρομή Αλβανών. Τότε ο μουσουλμάνος χρεώνεται, βάζει υποθήκη τη γη του, χώνεται κάθε μέρα και πιο πολύ ως το λαιμό στα χρέη. Το χωράφι πέφτει στα χέρια του Εβραίου όπως και τα καλά σπίτια της πόλης, στο νότιο μέρος του βράχου, που είναι προφυλαγμένο από τους βοριάδες. Τότε ο κατεστραμμένος μουσουλμάνος παίρνει των ομματιών του και φεύγει από τη πόλη. Οι κολίγοι του που συχνά τους συγκρατούσε με τη βία, στηριγμένος στην υποστήριξη της εξουσίας, διασκορπίζονται στα ελεύθερα χωριά. Τα έσοδα του Εβραίου κατεβαίνουν στο μηδέν. Πρέπει κάτι να γίνει. Ένα μέρος επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Άλλοι, αντίθετα, υποτάσσονται στις καινούργιες ανάγκες και καλλιεργούν μοναχοί τους τα χωράφια τους. Η Καστοριά παρουσιάζει έτσι το σπανιότατο φαινόμενο μίας εβραικής αγροτικής κοινότητας.Στην πραγματικότητα ο αριθμός των γεωργών δεν είναι ακόμα μεγάλος και έχουν επιδοθεί σε μία καλλιέργεια που γειτνιάζει με τη βιοτεχνία. Δεν έχουν βάλει στο χέρι το αλέτρι. Ασχολούνται με τη κηπουρική ή με τις λεπτές μέριμνες που απαιτεί το αμπέλι και η ελιά, σχεδόν δουλειά μαστόρου.Το πρώτο όμως αυτό βήμα έξω από τις παραδοσιακές απασχολήσεις της φυλής τους θα τους οδηγήσει ίσως και σε άλλες αλλαγές. Η εβραική κοινότητα είναι άξια προσοχής. Ριζώνοντας στη γη, μοιάζει να απέκτησε ένα πρώτο ίχνος πατριωτισμού, φυλετικού πατριωτισμού, όπως είναι ο πατριωτισμός όλων των βαλκανικών κοινοτήτων. Ήδη μερικοί Εβραίοι ονειρεύονται και συζητούν κάποιο εθνικό μέλλον. Όχι πως ο ζυγός του Τούρκου τους καταολίβει όπως τους χριστιανούς, και ζητούν τη λύτρωσή τους. Καθόλου δε θεωρούν τους εαυτούς τους καταπιεζόμενους. Ούτε φυσικά φοβούνται τον ερχομό του Ελληνισμού και τη προσάρτηση στην Ελλάδα δε τη θεωρούν αξιόκλαυστη κακοτυχία. Μιλούν ελληνικά, φοιτούν στα ελληνικά σχολεία και ευκατάστατοι οι ίδιοι, συμπορεύονται με τους ευκατάστατους Έλληνες εναντίον των Βλάχων.(Berard, σ.368-369)
  • Η Καστοριά παρουσιάζει όταν την κοιτάξεις από το νότιο μέρος, μία αξιοσημείωτη αναλογία με μία άλλη Μακεδονική πόλη, την Αχρίδα. Χτισμένες και οι δυο τους στην άκρη μίας λίμνης, πάνω σε ένα βραχονήσι, έχουν στην κορυφή τους τα ερείπια τούρκικων ή βυζαντινών οχυρών. Και εδώ, όπως και εκεί, οι χριστιανοί ανακατέκτησαν την πόλη και τα σπίτια τους καλύπτουν τη νότια κατωφέρεια. Οι μουσουλμάνοι εγκαταλείποντας τα κονάκια τους και τα πέτρινα τζαμιά τους αποτραβήχτηκαν παράμερα, στους κήπους της στεριάς. Μοιάζουν σαν να έχουν κατασκηνώσει μέσα στα καινούργια τους σπίτια, γύρω από τα χτισμένα με βιάση τζαμιά τους. Η Αχρίδα είναι όμως ολοφάνερα σλάβικη, ενώ η ελληνική εθνικότητα της Καστοριάς χτυπά αμέσως στο μάτι. Πέτρινα σπίτια, πέτρινα γείσα, μεγάλα αψιδωτά παράθυρα, πλατιά χαγιάτια, τίποτα δε λείπει από αυτά που κάνουν για τον Έλληνα την ομορφιά ενός «καταστήματος».Στην άκρη της λίμνης που σχεδόν κάνουμε το γύρο της, το τούρκικο λιθόστρωτο χαμοσέρνεται ανάμεσα στα σκοινιά της όχθης και τις «πεζούλες» των αμπελιών. Ένας κυκλικός χωματόλοφος κλείνει από τα νότια το λεκανοπέδιο της Καστοριάς και το χωρίζει από τη γειτονική κοιλάδα του Αλιάκμονα. Η Καστοριά χάνεται πίσω από τους καλαμιώνες, μέσα στο πλαίσιο που της δημιουργεί ο ουρανός και τα γαλάζια νερά. Το ποτάμι βγαίνει βουβό από τη λίμνη και κυλά αργά τα νερά του μέσα στην πλατιά του κοίτη, κάτω από τις πέτρες και τα μούσκλια. Τα πλατάνια, οι καρυδιές, και οι καστανιές σμίγουν τις πλατύφυλλες φυλλωσιές τους.(Berard, σ.373-374)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Η ίδια πόλη είναι το αρχαίο Κέλετρον, που μνημονεύεται από τον Τίτο Λίβιο στην ιστορία της πρώτης εκστρατείας των Ρωμαίων στη Μακεδονία κατά το 200 π.χ. Η πόλη της Καστοριάς λεηλατήθηκε από τον Σουλπίκιο. Το 1084 ο Αλέξιος ο Α’ αφαίρεσε την Καστοριά από τον γενναίο Βρυέννιο. Η Άννα η Κομνηνή μας άφησε μία περιγραφή αυτής της πόλης, η οποία μοιάζει πάρα πολύ με την σημερινή της κατάσταση. Στην Καστοριά βρίσκονται τα ίχνη βυζαντινού περιβόλου, που διαχωρίζει τον ισθμό της Χερσονήσου, του οποίου η μέση είσοδος ήταν οχυρωμένη διά τετράγωνου πύργου. Σήμερα δεύτερος περίβολος που είναι οχυρωμένος από στρογγυλούς πύργους διαχωρίζει την τουρκική συνοικία από την ελληνική. Η λίμνη περικυκλώνεται από κώμες και επαύλεις, που της παρέχουν σκηνογραφική άποψη. Η περιφέρεια της λίμνης, πλην της χερσονήσου, είναι 4 ώρες. Έξι ώρες μετά την Καστοριά βρίσκεται η Ανασελίτσα. (Isambert, τόμ. Ι, σ. 36 -37)
    • Η Νάουσα ήταν ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά κέντρα της βόρειας Ελλάδας, όπως η Βέροια, η Σιάτιστα και η Καστοριά. Υπήρχαν έμποροι που διακινούσαν προϊόντα στο Χριστιανικό χώρο όπως και στην Τουρκία, όμως τώρα κανένας από αυτούς δεν παραμένει εκεί.(Leake, τομ.ΙΙΙ, σ.284-285)
    • Όταν ο Φίλιππος αποσύρθηκε οι Ρωμαίοι λεηλάτησαν την περιοχή της Εορδαίας, εισήλθαν στην Ελίμεια και από εκεί στην Ορεστίδα. Εδώ ο ύπατος δέχθηκε την παράδοση του Κελέτρου και αφού προχώρησε στην Δασσαρέτια, κατέλαβε το Πέλιον, “μια πόλη με ιδανική τοποθεσία για την διεξαγωγή επιδρομών στη Μακεδονία” και αφού εγκατέστησε φρουρά σε αυτό το μέρος, επέστρεψε με τους αιχμαλώτους και τα λάφυρά του στην Απολλωνία.(Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ.310)
    • Έχω ήδη επισημάνει πως ακριβώς η περιγραφή του Λιβίου για το Κέλετρο ταυτίζεται με την Καστοριά. Με βάση αυτό το στοιχείο έχουμε την ακριβή πορεία της προέλασης του Σουλπικίου στην επιστροφή του από την Πελαγονία στη Δασσαρέτια.(Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ.322)
    • Από την Εορδαία ή το Σαριγκιόλ διέσχισε ο Σουλπίκιος τμήμα της πεδιάδας των Γρεβενών και μέσω της Ανασελίτσας έφτασε στην Καστοριά, από όπου η πορεία του από το Πέλιο στην Δασσαρέτια δεν θα μπορούσε να γίνει παρά μόνο μέσω του περάσματος του Τζανγκών, το οποίο, όντας η μόνη διέξοδος στη ραχοκοκκαλιά της Βόρειας Ελλάδας, ήταν αναμφίβολα μια από τις πιο συχνές οδούς επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών της χώρας και συγκεκριμένα από την Ορεστίδα στην Δασσαρέτια.(Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ.323)
    • Τα Σκόπια σπάνια ετίθεντο υπό τον πλήρη έλεγχο της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Παλαιολόγου , οι Σέρβοι τα απέσπασαν από την αυτοκρατορία και έτσι τα Σκόπια έγιναν η έδρα του Κράλη. Εδώ ο Νικηφόρος Γρηγοράς συνάντησε στο παλάτι του τον άρχοντα των Τριβαλλών- του οποίου ο διάδοχος το 1342 πρόσφερε προστασία και φιλοξενία στον Ιωάννη Καντακουζηνό όταν αποσύρθηκε πριν τον Απόκαυκο. Με τη συνθήκη που συνάφθηκε ανάμεσα στον Καντακουζηνό και στο βασιλιά της Σερβίας, ο τελευταίος απέκτησε μια προσωρινή εξουσία σε ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας, ενώ οι Ρωμαίοι, όπως αυτοαποκαλούνταν, του έδωσαν τη Ζίχνα, τις Φερρές , το Μελένικο, τη Στρούμιτσα και την Καστοριά ενώ κράτησαν τα Σέρβια, τη Βέροια, την Έδεσσα, το Γυναικόκαστρο, τη Μυγδονία και τις πόλεις στο Στρυμόνα, καθώς και την περιφέρεια των Σερρών και τα όρη του Ταντεσσάνου,την περιοχή του Οστρόβου και τα Σέρβια. (Leake, τομ.ΙΙΙ, σ.478-479)


    Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Στα 1726, όταν ο Pouqueville ταξίδευε στην περιοχή, αρχιεπίσκοπος ήταν ο Νεόφυτος. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 1)
  • Ο Τίτος Λίβιος, σ’ ένα κεφάλαιο των δεκαημέρων του μας δίνει την ακριβή θέση του Κελέτρου, της πόλης που βρίσκεται πάνω σε μια χερσόνησο της Ορεστίδας. Συνδέεται με την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα μέσα από μια στενή λωρίδα γης και περιβάλλεται από μια λίμνη που έβρεχε άλλοτε τις οχυρές πλευρές της. Η περιγραφή της πορείας του ύπατου Σουλπικίου και της θέσης του Φιλίππου είναι τόσο ζωντανή ώστε και με την πρώτη ματιά σε αυτά αντιλαμβανόμαστε ότι η πόλη αυτή είναι η Καστοριά. Ο Προκόπιος, ένας ιστορικός περιορισμένης αξιοπιστίας και αγεωγράφητος μας αφήνει επίσης να αντιληφθούμε ότι μιλά για το Κέλετρο, όταν αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ανοικοδόμησε πάνω στη χερσόνησο της Καστοριάς μια πόλη της Θεσσαλίας με το όνομα Διοκλητιανούπολη και την ονόμασε Ιουστινιανούπολη. Στο οδοιπορικό του Αντωνίνου η πόλη ονομάζεται “κάστρα”, ονομασία από την οποία οι Έλληνες κατέληξαν στο “Καστοριά”, ενώ οι Αλβανοί εμπνεύστηκαν την ονομασία “Κάστρον”. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 5)
  • Οι ιστορικοί της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, ο Καντακουζηνός, η Άννα Κομνηνή, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο συγγραφέας του Χρονικού των Ιωαννίνων γνωρίζουν και αναφέρουν το Κέλετρον μόνο με το όνομα Καστοριά. Από την πόλη αυτή διέρχονταν όλες οι στρατιές των Ελλήνων της Ανατολικής Αυτοκρατορίας στους πολέμους τους εναντίον των Τριβαλλών, των Βοσνίων και των βασιλέων της Σερβίας. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι πέρασε από εκεί σε μία από τις πορείες του με προορισμό την Αλβανία μέσω Αχρίδας, Πρέσπας και Σιδηροκάστρου. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 5-6)
  • Σύμφωνα με τις περιγραφές του Λιβίου, η Καστοριά εξακολουθούσε να αποτελεί ένα σπουδαίο και αναμφίβολα καθολικό κέντρο, έως και την εποχή που έφτασε εκεί ο Βοημούνδος, αφού διέσχισε τη Σερβία, για να περάσει εκεί τα Χριστούγεννα. Από την Καστοριά μετέβη στην Πελαγονία, όπου υπήρχε ένα κάστρο κατοικημένο από τους αιρετικούς και αφού το κατέλαβε, το κατέστρεψε και έκαψε τους κατοίκους. Από εκεί προχώρησε έως τον Βαρδάρη και πολέμησε εναντίον των τουρκικών και βοσνιακών στρατιωτικών ταγμάτων που βρίσκονταν στην υπηρεσία των Ελλήνων αυτοκρατόρων. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 6)
  • Ο λαιμός της χερσονήσου που συνδέει την Καστοριά με την ξηρά έχει πλάτος οχτώ οργιές περίπου, στο σημείο όπου εισχωρεί μέσα στα νερά της λίμνης, ενώ, όπως φαίνεται, διακόπτεται και από μια μικρή τάφρο. Στενεύει ακόμα περισσότερο στο σημείο όπου σήμερα, όπως και άλλοτε, φράσσεται από ένα τείχος με τέσσερις κυκλικούς πυργίσκους, όπου στον κεντρικό βρίσκεται η πύλη εισόδου της πόλεως. Στην είσοδο της χερσονήσου που υψώνεται αμφιθεατρικά έως την κορυφή του υψώματος όπου είναι κτισμένη η μητρόπολη, εντοπίζονται οι ζώνες διαχωρισμού κατά εθνότητες και θρησκείες, τον Τουρκομαχαλά και τον Εβραιομαχαλά. Απέναντι από το ύψωμα αυτό το έδαφος χαμηλώνει προς τα νοτιοανατολικά, απ’ όπου υψώνεται ξανά απότομα, για να ενωθεί με τη λοφώδη επιφάνεια του αρχαίου Κελέτρου. Πιθανόν το τμήμα της χερσονήσου που καταλαμβάνει η σημερινή πόλη ν’ αποτελούσε τμήμα των στρατιωτικών οχυρώσεων του Κελέτρου, καθώς όλοι ομοφωνούν ότι δεν κατοικήθηκε παρά μετά την τουρκική κατάκτηση. Τα ερείπια είναι ρημαγμένα, όπως και η γη όπου βρίσκονται. Δεν βλέπουμε παρά τις χορταριασμένες πλατείες της πόλης, τις γκρεμισμένες ρωμαϊκές θέρμες και τα θεμέλια εβδομήντα εκκλησιών, ανεγερμένων ορισμένων στα υπολείμματα ναών. Άλλες πάλι βρίσκονται πάνω σε αρχαία ελληνικά κτίσματα. Όλες τους πάντως είναι κατεστραμμένες ολοσχερώς. Ανάμεσα σε αυτά τα ερείπια ξεχώρισα την ακρόπολη, ένα είδος επιμήκους οχυρού, η λιθοδομή του οποίου πιστοποιεί ότι είναι έργο των Ρωμαίων, καθώς και την ανακαίνιση του Ιουστινιανού. Οι κάτοικοι του Κελέτρου και της Ιουστινιανούπολης (καθώς η μία διαδέχθηκε την άλλη) αγνοούν τις καταστροφές που αλλοίωσαν την όψη του τόπου τους. Ούτε οι άρχοντες ούτε ο αρχιεπίσκοπος γνώριζαν επί του ζητήματος περισσότερα από τους βοσκούς. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 7-8)
  • Δίπλα στο Κέλετρον ανεγέρθηκε μια νέα πόλη, η Καστοριά, που σήμερα αριθμεί έναν πληθυσμό χιλίων πεντακοσίων χριστιανικών, τουρκικών, και εβραϊκών οικογενειών. Αν και η εκκλησία της πόλης υπήρξε σημαντική δεν εμφανίζεται στα “Χρονικά της Ανατολικής Εκκλησίας” πριν από τον ένατο αιώνα. Σύμφωνα με τον αρχιεπίσκοπο Νεόφυτο από το έτος 1768 ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της Καστοριάς σταμάτησε να υπάγεται στον αυτοκέφαλο Έξαρχο Λυχνιδού ή Αχρίδας, ο οποίος τώρα πλέον δεν αποτελεί παρά ένα τίτλο in partibus (στις χώρες των απίστων) της πατριαρχικής αυλής Κωνσταντινουπόλεως. Με αφορμή αυτή την αλλαγή του απονεμήθηκε ο τίτλος του Εξάρχου Βουλγαρίας, μιας εκκλησίας που συνιστούσε μια περιφέρεια με ειδική δικαιοδοσία στο πλαίσιο της ορθόδοξης ιεραρχίας, προτού συντελεστούν οι αλλαγές στη Μακεδονική Ιλλυρία, κατόπιν της αποστασίας ορισμένων χριστιανικών επαρχιών και την κατάργηση της έδρας της Λυχνιδού. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 9)
  • Στη λίμνη της Καστοριάς έκανα μερικές βαρκάδες μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Νεόφυτο, που μου παρέθεσε πολλές φορές δείπνο στο μοναστήρι του Αγίου Αναστασίου. Επισκεφτήκαμε το μοναστήρι της Παναγίας , όπου οι μοναχοί μας έδωσαν να πιούμε αποσταγμένα ντόπια κρασιά. Στη συνέχεια μπήκαμε μέσα σε μια σπηλιά που εκτείνεται κάτω από τη Χερσόνησο. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 9-10)
  • Τον Ιούνιο τα νερά της λίμνης της Καστοριάς εξακολουθούσαν να είναι καθαρά και διάφανα προσφέροντας μια ιαματική δροσιά. Το καλοκαίρι τα νερά πρασινίζουν πάντα εξαιτίας της ανάπτυξης υδρόβιων φυτών με το όνομα “Στρατιώτες”. Τα φυτά αυτά είναι συνηθισμένα στους βάλτους και τα στάσιμα νερά. Ωστόσο η λίμνη της Καστοριάς δεν αποτελεί τέτοια περίπτωση. Η λίμνη προκαλούσε στην πόλη και στα περίχωρα επιδημίες, κυρίως όταν το φθινόπωρο δεν έβρεχε, ενώ πριν την πόση του το νερό έπρεπε να αφήνεται να κατακαθίσει και να κρυώσει μέσα σε πήλινα δοχεία. Το καλοκαίρι η κατανάλωση ψαριού προκαλούσε διάρροια. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 10-11)
  • Για να φτάσει καποιος στο Κέλετρον υπήρχε μία και μοναδική στενή διάβαση, όπως μας πληροφορεί ο Τίτος Λίβιος, καθώς και μία και μοναδική πύλη εισόδου, δηλαδή η σημερινή. Το μοναδικό σημείο προσπέλασης ήταν το τμήμα όπου βρίσκονται οι κήποι και οι μύλοι. Στο σημείο όπου χαμηλώνουν οι όχθες επισήμανα ένα τσιφλίκι με δέκα οικογένειες Βουλγάρων. Μιάμιση λεύγα από εκεί βρισκόταν η Σέτομα και τρία τέταρτα της λεύγας βορειοδυτικά το χωριό Σίστεβο. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 11-12)
  • Οι κάτοικοι του Μαυρόβου διηγούνται ότι το Πανηγύρι του Δοβέρου, που λάμβανε χώρα άλλοτε στην Κοσμόπολη, μεταφέρθηκε στην κοιλάδα της Καστοριάς την εποχή που η πόλη αυτή καθιερώθηκε ως εκκλησιαστική μητρόπολη. Η μεταφορά του πανηγυριού δεν χρονολογείται πριν από τον ένατο αιώνα. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 12)
  • Οι ληξιαρχικές πράξεις του βιλαετίου της Καστοριάς καταχωρούνται ακόμη στην στήλη της Κρέπενης, έδρας της Ορεστίδας. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 14)
  • Ο Βαρδάρης του Σαριγούλ, που σύμφωνα με τις ενδείξεις είναι ο Εριγώνας των αρχαίων, εκπηγάζει από τους παγετώνες του όρους Βόρα, στην περιοχή που οι χωρικοί αποκαλούν Βάξορ, πάνω από τα χωριά Σμαρδέσι, Πεσόσνιτσα και Ρούλια. Από αυτά το πιο απομακρυσμένο απέχει από την Καστοριά επτά λεύγες. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 17)
  • Μια λεύγα δυτικά της Καστοριάς βρίσκονται τα όρη της Καυλωνίας. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 25-26)
  • Η Χρούπιστα βρίσκεται έντεκα μίλια από την Καστοριά. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 30)
  • Η μητρόπολη Καστοριάς ανήκε στην δικαιοδοσία του φρουρίου της Αχρίδας. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ.50)

  • Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


    Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

    • Τα γουναρικά είναι η κυριότερη πηγή πλούτου της Καστοριάς όπως και πολλών άλλων πόλεων αυτής της επαρχίας. (Walker,σ. 146)
    • Η πόλη απλώνεται στη χαμηλότερη πλαγιά και στον ισθμό όπου υπάρχουν ακόμη τα ερείπια ενός τείχους που είχε στα πλευρά του στρογγυλούς πύργους και διέσχιζε τη χερσόνησο κατά τη βυζαντινή εποχή. Ακόμη και τώρα χωρίζει την Ελληνική από τη τουρκική συνοικία. Η Άννα Κομνηνή λέει ότι τα κάστρα και οι πολεμίστρες έδιναν στην πόλη την εικόνα ενός στρατοπέδου και γι’αυτό ονομάστηκε Καστοριά. (Walker,σ.148)


    Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.