• Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης άκμαζε η επεξεργασία του μεταξιού. Κυρίως γυναίκες απασχολούνταν στον τομέα αυτό. Το μετάξι χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή γυναικείων και ανδρικών ενδυμάτων, τα οποία ήταν περιζήτητα στην Κωνσταντινούπολη-περισσότερο και από τα μεταξωτά της Προύσας καθώς και κουρτινών για την αποφυγή των κουνουπιών. Το μετάξι που επεξεργάζονταν στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν μόνο από τη γύρω περιοχή αλλά και από τη Ζαγορά. (Cousinery,τομ.Ι,σ. 50)
  • Πολύ ανθηρή στην πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν η επεξεργασία δερμάτων. Τα έσοδα από τα βυρσοδεψεία είχαν παραχωρηθεί στο δεύτερο τάγμα γενιτσάρων. Τα βυρσοδεψεία είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του αρχαίου λιμανιού, η οποία δεν ήταν δυνατό να κατοικηθεί λόγω των ανθυγιεινών συνθηκών και της μόλυνσης. (Cousinery,τομ.Ι,σ. 50)
  • Το κύριο εμπόριο της πόλης, που ευνοείται από την θέση της, αποτελείται κυρίως από τις εξαγωγές καλαμποκιού, μαλλιού, βαμβακιού, καπνού, κηρήθρας και μεταξιού. Τα προϊόντα αυτά προέρχονται από όλη τη Μακεδονία. Ωστόσο, μόνο η μισή έκταση αυτής της πλούσιας περιοχής καλλιεργείται.
    Η Μακεδονία εκτείνεται ανατολικά προς δυτικά σαν ένα πέταλο αλόγου με την ακτογραμμή της να απολήγει στο όρος Παγγαίο. Η ανατολική απόληξη αυτού του αχανούς ημικυκλίου ελέγχεται από την ακρόπολη της Καβάλας και η δυτική από τον Πλαταμώνα και το πέρασμα των Τεμπών. Το βόρειο σύνορο της είναι το όρος Σκόμιο, μια από τις κορυφές του Παγγαίου.
    (Clarke, σσ. 364 – 365)
  • Ως εκ τούτου, το κύριο μέρος των εξαγωγών της Θεσσαλονίκης παράγεται στην πλούσια περιοχή που αγκαλιάζεται από τα άκρα αυτού του ημικυκλίου και το κέντρο της πιθανώς να βρίσκεται στην περιοχή των Σερρών, 15 λεύγες βόρεια της Θεσσαλονίκης. Η πεδιάδα υδροδοτείται από τον ποταμό Στρυμώνα, που πηγάζει από τους πρόποδες του όρους Σκόμιο και χύνεται στον Στρυμονικό κόλπο ή στον κόλπο της Αμφίπολης μετά από μια πορεία 20 λευγών. Σχεδόν όλο το βαμβάκι που εξάγεται από την Θεσσαλονίκη παράγεται σε αυτή την πεδιάδα. Η καλλιέργεια του απασχολεί τους κατοίκους των τριακοσίων χωριών που βρίσκονται στην περιοχή. (Clarke, σ. 365)
  • Ο καπνός, για τον οποίο το έδαφος της Μακεδονίας είναι ιδανικό, ευδοκιμεί στα ανατολικά και τα δυτικά της όχθης του Βαρδάρη και ειδικότερα σε όλη την Βοττιαία, την περιοχή της αρχαίας Πέλλας. Τα Γενιτζέ βρίσκονται τώρα μεταξύ Λουδία και Αξιού. Επίσης υπάρχουν καλλιέργειες καπνού σε όλη την περιοχή βόρεια και ανατολικά της Θεσσαλονίκης μέχρι την Καβάλα. Ωστόσο, τα καπνά των Γενιτσών έχουν την μεγαλύτερη τιμή. Μάλιστα προτιμώνται περισσότερο και από τα διάσημα καπνά της Λατάκιας της Συρίας, κυρίως λόγω του αρώματος τους. Τα καπνά αυτού του είδους έχουν πολύ μικρά φύλλα και σχεδόν όλη η παραγωγή τους στέλνεται στο Σεράι του Σουλτάνου. Ονομάζεται καπνός του Γενιτζέ Καρά Σου και πωλείται πέντε με έξι πιάστρες η οκά, όταν η τιμή των καλών καπνών δεν υπερβαίνει τους 70 παράδες. Επίσης, λέγεται πως, όταν αναμιχθεί με ένα άλλο είδος καπνού που βγαίνει σε γειτονική περιοχή και ονομάζεται Πτίσι, αποπνέει άρωμα βιολέτας. Ως εκ τούτου λοιπόν εκτιμάται δεόντως στα τουρκικά χαρέμια. (Clarke, σσ. 365-366)
  • Η καλύτερη ποιότητα μαλλιού και μεταξιού έρχεται από την Θεσσαλία.
    (Clarke, σ. 366)
  • Οι εισαγωγές της Θεσσαλονίκης προέρχονται κυρίως από την Αγγλία. Τα εισαγόμενα προϊόντα είναι τα υφάσματα, η μουσελίνα, ο κασσίτερος, ο μόλυβδος, ο σίδηρος, διάφορα εργαλεία, ρολόγια, κοσμήματα, γυαλιά, πορσελάνες, γούνες, μπαχάρια, ζάχαρη και καφές Δυτικής Ινδίας. Μάλιστα, ο καφές αυτός πωλείται στην Ανατολή και ιδιαίτερα στη Σμύρνη υπό το όνομα καφές Μόκα. Εκεί μάλιστα μερικές φορές φορτωνόταν στα πλοία και στέλνονταν στην Αγγλία με αυτό το όνομα.
    (Clarke, σσ. 366 – 367)
  • Μια γαλοπούλα κοστίζει μόνο 25 παράδες και μια χήνα 20. Οι πετεινοί είναι τόσο περιφρονημένοι, που και οι πιο φτωχοί με δυσκολία τους καταναλώνουν.
    (Clarke, σ. 368)