- Το παλάτι του κυβερνήτη, το κονάκι, είναι από μόνο του μια άλλη πόλη. Πάνω στην αποβάθρα ένα περίπτερο με δύο πτέρυγες και με αναρίθμητα παράθυρα που δίνει μια μεγάλη άσπρη πρόσοψη, ασβεστωμένη με φροντίδα, ευρωπαϊκή. Ένα λούκι του τοίχου έχει γκρεμίσει λίγη απ’ την επίστρωση αυτή και από μέσα μπορούμε να δούμε τους όγκους από ξερολίθι, μοναδικό υλικό της οικοδομής αυτής. Μέχρι να κανονιστούν τα διαβατήριά μας, που εδώ και δύο μήνες θα μας είχαν δημιουργήσει πολλες σκοτούρες, αν οι υπάλληλοι της Αυτού Μεγαλειότητος ήξεραν να διαβάζουν, περιπλανιόμαστε μέσα σε διαδρόμους όπου κυκλοφορεί το πλήθος εκείνο των στρατιωτών, των αιτούντων, των δερβισάδων, των παπάδων και των κουρελήδων. Πηγαίνουμε από δωμάτιο σε δωμάτιο, σπρώχνοντας τα πέτσινα παραπετάσματα ή τα ξεφτισμένα χαλιά που χρησιμεύουν για πόρτες. Μας δέχονται αξιότιμα πρόσωπα με ψηλό φέσι και τουρμπάνι και μας κάνουν θέση στο ντιβάνι, όπου καπνίζουν μισοξαπλωμένοι. Υπογράφουν πάνω στη ράχη της παλάμης τους χαρτιά που αποκρυπτογραφούν με δυσκολία και που απωθούν έπειτα με τα πόδια. Ο γραμματέας, ένας γκιαούρης, τα μαζεύει ταπεινά και αποσύρεται με την πλάτη, τα μάτια κατεβασμένα και το χέρι στην καρδιά. Μας κερνουν καφέ και τσιγάρα και έπειτα μας παρακαλούν να απευθυνθούμε στο γείτονα. Ύστερα από δύο ώρες ένας βλάχος γραφιάς μας συμβουλεύει να μην επιμένουμε. Τα διαβατήριά μας θα θεωρηθούν καλά, αν δείξουμε λίγο χρήμα.
Πίσω από το καινούργιο κονάκι απλώνονται κήποι, ξύλινα κιόσκια, τουρμπέδες, το χαρέμι της Αυτού Εξοχότης και σ΄ ένα παλιό νεκροταφείο οι φυλακές.
(Berard, σ. 184)