Διασταυρωνόμαστε [ στη Στρούγκα] με κοντόσωμους και βαρείς Σλάβους με φαρδιά και γεμάτα πρόσωπα, χωμένους μέσα στα ολόμαλλα ρούχα τους και τη γούνινη κάπα τους. Με τα πόδια τους βυθισμένα μέσα σε μπότες από μαλακό πετσί, πάνε για το όργωμα ή για την αγγαρεία, ζώα καματερά, αργοβάδιστα και λασπωμένα. Η βρωμιά του Αλβανού ήταν πιο αρχοντική. Οι άντρες βαδίζουν μπροστά από τα βόδια τους ή καπνίζουν καθισμένοι σταυροπόδι μέσα στο καρότσι τους- ένα ξύλινο κασόνι ανεβασμένο πάνω σ΄έναν ξύλινο άξονα και σε ξύλινες μονοκόμματες ρόδες, που το λένε αραμπά και το σέρνει ένα ζευγάρι μικρά μαύρα βόδια. Η γυναίκα ακολουθεί κεντρίζοντας τα βόδια. Από πίσω οι γυναίκες αυτές μοιάζουν με μαύρους μπόγους, χωμένες όπως είναι απ’ το λαιμό ως τα πόδια μέσα στο σαγιά τους, μια κάπα από σκληρό μαλί. Από μπροστά η ανοιχτή αυτή κάπα αφήνει να φαίνεται ένα εσώρουχο από χοντρό σκληρό πανί, η κοτσούλα, πουκαμίσα ή φούστα που φτάνει ως τους αστραγάλους και που στο κάτω μέρος έχει κολλημένη μια χοντρή πολύχρωμη ποδιά, όπου κυριαρχούν το μαύρο, το πράσινο και το πορτοκαλί. Όλες αυτές οι γυναίκες είναι μεγαλόκορμες. Η πρώτη μας κίνηση ήταν μια κίνηση θαυμασμού για την τόσο γόνιμη τούτη ράτσα και η δεύτερη, οργής απέναντι σ΄αυτούς τους νωχελικούς άντρες που άφηναν να περπατούν και να δουλεύουν γυναίκες σ’ αυτή την κατάσταση. Σε λιγάκι όμως αναγνωρίσαμε μια ιδιοτροπία της μόδας. Οι γυναίκες περιζώνουν την κοιλιά τους μ’ ένα φαρδύ πάνινο ζωνάρι, τη λέσκα, που οι δύο κεντητές και κροσσωτές άκρες της κρέμονται μπροστά τους. Πάνω από τη λέσκα τυλίγουν οχτώ ή δέκα βόλτες, ένα σκοινί από μαύρο πανί, το πογιάς. Τα μαλλιά τους χτενισμένα κοτσίδες, κρέμονται γύρω από το πρόσωπο και έχουν τις άκρες τους χωμένες μέσα στις δίπλες του πογιάς, όπως εμείς χώνουμε την αλυσίδα του ρολογιού μας στο τσεπάκι μας. Η ράτσα αυτή είναι από του φυσικού της άσχημη και θλιβερή. Η δουλειά στα χωράφια της έχει τσακίσει τη ραχοκοκαλιά, της έχει καμπουριάσει τους ώμους, της έχει βαρύνει τα μέλη. Η συνήθεια του φόβου και της υποταγής λύγισε τον τράχηλο της και έσβησε το βλέμμα της. Θα έλεγε όμως κανείς ότι οι άντρες αυτοί και οι γυναίκες αυτές πασχίζουν με τη σειρά τους να φαίνονται ακόμια πιο θλιβεροί και πιο άσχημοι. Η φορεσιά τους, χωρίς χάρη και χαρά, έχει θλιβερά σκουροπράσινα και μαύρα κεντήματα. Πόσο ωραίος φαίνεται μπροστά τους ο Αλβανός αυτός με το κόκκινο ντουλαμά! (Berard σ.138-139)
Σλάβοι [στο Μοναστήρι] κοντόσωμοι, βρώμικοι, χωμένοι σε μαλακές μπότες και τριχωτά σκουτιά και κουλουριασμένοι μέσα στο άχερο των αραμπάδων τους. (Berard, σ. 174)
Σλάβοι: Οι Κουτσόβλαχοι, με λατινική καταγωγή, χριστιανικός πληθυσμός, διαιρούνται σε δύο κατηγορίες: οι Έλληνες και οι Σλάβοι- αυτοί οι τελευταίοι με τη σειρά τους χωρίζονται σε Σέρβους και Βούλγαρους. Όσον αφορά την καταγωγή των Σλάβων, οι ιστορικοί δεν ασπάζονται μόνο μία άποψη. Όταν ξεκίνησαν οι πρώτες μεταναστεύσεις Σλάβων, φαίνεται να οργανώθηκαν σε μικρές ομάδες κατά τον 4ο αι. Αλλά οι μεγάλες μάζες αν δεν είχαν ξεκινήσει από το Δούναβη, δύο αιώνες μετά δε θα είχαν φτάσει στην Πελοπόννησο. (Mantegazza,σ. 4)
“Περιηγητές της Μακεδονίας”
Η παρούσα ιστοσελίδα αποτελεί προϊόν επιστημονικού προγράμματος που υλοποιείται για λογαριασμό της Ε.Μ.Σ. και αφορά τους περιηγητές της Μακεδονίας.
Το πρόγραμμα βρίσκεται σε εξέλιξη και ως εκ τούτου το υλικό της ιστοσελίδας ανανεώνεται συνεχώς.
Ε.Μ.Σ.
Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών ιδρύθηκε στις 29 Απριλίου 1939 από επίλεκτα μέλη της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης που ανήκαν στον πνευματικό και εμπορικό κόσμο της χώρας.
Οι άνδρες αυτοί, Μακεδόνες στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους, απέβλεψαν στη δημιουργία οργανισμού, ο οποίος θα είχε σκοπό την περισυλλογή, καταγραφή, ταξινόμηση, διατήρηση, μελέτη και δημοσίευση παντός γλωσσικού, αρχαιολογικού, αρχειακού, λαογραφικού υλικού και λαϊκής τέχνης που σχετίζεται με τη Μακεδονία.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικές με τη δράση της μπορείτε να επισκεφτείτε την ιστοσελίδα της, www.ems.gr
Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών αξιοποίησε τη χορηγία του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης προβαίνοντας στην οργάνωση προγράμματος για την καταγραφή τοπωνυμίων της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας που επισκέφτηκαν κυρίως ξένοι αλλά και έλληνες περιηγητές την περίοδο του 19ου και 20ου αιώνα.